- καθάρσιος
- ο (AM καθάρσιος, -ον)1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ.β. «φόνου δὲ τοῡδ' ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.)2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν)καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί την κένωση τού εντέρουαρχ.1. αυτός που ανήκει σε καθαρτήρια θυσία («αἵματος καθαρσίου», Αισχύλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθάρσιονα) εξιλαστήρια θυσίαβ) εξιλαστήριο θύμα («ἐπειδὰν τὸ καθάρσιον περιενεχθῆ καὶ ὁ κῆρυξ τὰς πατρίους εὐχὰς εὔξηται», Αισχίν.)γ) καθαρμός, εξαγνισμός («καθαρσίου εδέετο», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαίρω ή αμάρτ. ρηματ. επίθ. *καθαρ-τός (πρβλ. α-καθαρ-σία < α-κάθαρ-τος].
Dictionary of Greek. 2013.